«Ο πολιτισμός της καθημερινότητάς μας? αμφισβητείται».

Αμαλία Κ. Ηλιάδη, φιλόλογος-ιστορικός, (Μεταπτυχιακό Δίπλωμα Βυζαντινής Ιστορίας απ΄ το Α.Π.Θ.), Δ/ντρια 3ου Γυμνασίου Τρικάλων

Αφορμή για το κείμενο που ακολουθεί, αποτέλεσε η εικόνα που αντικρίζω στην ευρύτερη γειτονιά μου και εν γένει στο δημόσιο χώρο της πατρίδας μας. Γιατί είναι  μια ελληνική μοναδικότητα η καταστροφή του δημόσιου χώρου. Συνηθίσαμε στην ιδέα ότι κάποιοι γράφουν στους τοίχους συνθήματα, άλλοι χρησιμοποιούν μνημεία ως υποδοχείς εκτόνωσης της οργής τους. Πολλοί πετάνε σκουπίδια όπου να ?ναι. Τα πεζοδρόμια στο κέντρο της Αθήνας και πολλών άλλων ελληνικών πόλεων είναι κατειλημμένα από μηχανάκια και γενικώς η αίσθηση που υπάρχει είναι ότι η πόλη ανήκει στον καθένα που θέλει να την κακοποιήσει  αλλά όχι σε όλους μαζί, γιατί αυτό θα προϋπέθετε σεβασμό στα έμψυχα και τα άψυχα.

Για να «σκοτώσουν» την ώρα τους ορισμένοι, έβαλαν στο σημάδι  δημόσιες εγκαταστάσεις καταστρέφοντας όψεις κτιρίων, μουτζουρώνοντας και «καταγράφοντας»  με μπογιές τις τζαμαρίες και τους τοίχους. Επιδεικνύοντας  οργισμένη συμπεριφορά πληγώνουν το βλέμμα μας και τραυματίζουν ανεπανόρθωτα την αισθητική μας αντίληψη. Σπασμένα ξύλινα σκίαστρα πεταμένα στο χώρο, κακόγουστα γκράφιτι, τσαλακωμένες λαμαρίνες, δίνουν την εικόνα μιας προσχεδιασμένης αντίδρασης που ασκούν ορισμένοι -έφηβοι;- για να εκφράσουν την αντίθεσή τους, σε τι όμως;  Ποια άραγε κίνητρα τους οδήγησαν εκεί; Δεν μπορεί να σκεφτεί κανείς το λόγο που έγινε αυτό, και μόνο όποιος ή όποιοι το έκαναν μπορούν να «δικαιολογήσουν» την πράξη τους? Μπορούν οι νέοι τις όποιες ανησυχίες τους και τους όποιους προβληματισμούς τους να τους εκφράσουν και να τους εξωτερικεύσουν πιο δημιουργικά και με άλλους τρόπους? Η παιδεία δεν είναι κάτι αποκομμένο από την καθημερινή μας πραγματικότητα, είναι η ίδια η καθημερινή πραγματικότητα. Παιδεία και Πολιτισμός είναι να μαθαίνουμε στο παιδί μας να σέβεται και να προστατεύει τη δημόσια περιουσία. Να αγαπά και να ενδιαφέρεται για το περιβάλλον που ζει. Ψυχή του πολιτισμού είναι ο πολιτισμός της ψυχής μας. Οι νέοι μαθαίνουν πώς να υπακούν σε κανόνες ζωής, όταν οι υπεύθυνοι ανταποκρίνονται με συνέπεια στην επιβολή των κανόνων αυτών. Να υπάρχει ο πολιτισμός της καθημερινότητας. Γιατί πολιτισμός δεν είναι μόνο να βλέπω μια θεατρική παράσταση το μήνα ή να πηγαίνω σε μια συναυλία.

Σήμερα, ίσως υπάρχει δυσκολία στο να οριστεί με ακρίβεια η έννοια της λέξης πολιτισμός. Ωστόσο εκτιμώ ότι αληθινός δείκτης του πολιτισμού δεν είναι το επίπεδο του πλούτου ή της μόρφωσης, το μέγεθος των πόλεων, ούτε η αφθονία των αγαθών, αλλά το ήθος των ανθρώπων που ανατρέφει η χώρα, το σχολείο και προπαντός η οικογένεια. Το βιβλίο του  σουηδού ψυχιάτρου Ντέιβιντ ?Εμπερχαρντ «How Children Took Power» (σε ελεύθερη απόδοση: Πώς τα παιδιά υφάρπαξαν την εξουσία ή Η «δικτατορία»  του παιδιού) συνεχίζει να διχάζει, πρωτίστως γιατί ανέδειξε ένα εθνικό σουηδικό ταμπού. Ούτε λίγο ούτε πολύ, ο Εμπερχαρντ, πατέρας ο ίδιος έξι παιδιών, αποφάνθηκε ότι η παιδοκεντρική Σουηδία έχει δημιουργήσει προβληματικά παιδιά. Και αυτό γιατί μεγαλώνουν πλέον χωρίς πλαίσιο, χωρίς όρια, χωρίς τιμωρία ή συνέπειες (υψώνεις λιγάκι τη φωνή και ύστερα από λίγο φοβάσαι ότι θα σου χτυπήσει την πόρτα η Πρόνοια). Στη χώρα αυτή με την πλέον προοδευτική νομοθεσία (η πρώτη στον κόσμο που κατήργησε τη σωματική τιμωρία το 1979, ενώ από το 1988 απαίτησε από όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης να προσφέρουν ίσες ευκαιρίες σε αγόρια και κορίτσια), στη χώρα με τα πιο «προχωρημένα» κοινωνικά πειράματα (θυμίζω τον πρωτοποριακό παιδικό σταθμό της Στοκχόλμης, όπου αγόρια και κορίτσια χρησιμοποιούν την προσωπική αντωνυμία «hen», αντί του «αυτός» και «αυτή»), οι γονείς έχουν εκπαιδευτεί να υπακούουν και να συμμορφώνονται.

Σύμφωνα με τον Εμπερχαρντ, ο οποίος σημειωτέον δεν είναι η πρώτη φορά που προκαλεί τους Σουηδούς (στο προηγούμενο βιβλίο του, «Land of the Safety Junkies», τους περιέγραφε σχεδόν ως ημιπαράφρονες), οι επιπτώσεις της «ανεξέλεγκτης» διαπαιδαγώγησης και της συστηματικής κατάργησης των ορίων είναι ο θηριώδης εγωκεντρισμός, η κατάθλιψη και οι αγχώδεις διαταραχές (αν όχι στα παιδιά, στους αυριανούς ενήλικους). Είναι, όμως, ήδη εμφανής και η πτώση στις ακαδημαϊκές επιδόσεις των σουηδών μαθητών (εν αντιθέσει, μάλιστα, με τους Φιλανδούς που «πετάνε»). Ο ίδιος ο σουηδός υπουργός Παιδείας έφτασε εσχάτως στο σημείο να υπογραμμίσει την ανάγκη αυστηρότερων κανόνων σχολικής πειθαρχίας. Ενδεικτικό παράδειγμα που δίνει ο Εμπερχαρντ για να περιγράψει το αχαλίνωτο της κατάστασης: αν ο δάσκαλος «κατασχέσει» το κινητό ενός μαθητή που παίζει ή στέλνει SMS εν ώρα μαθήματος, είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα κληθεί αργότερα να απολογηθεί ενώπιον των γονέων του για αυτή την κατάφωρη καταπάτηση των δικαιωμάτων του παιδιού. Για να αποφύγει όλη αυτή την ψυχοφθόρα διαδικασία, ο δάσκαλος αναλαμβάνει να συνετίσει τον άτακτο μαθητή με λογικά βεβαίως επιχειρήματα (διότι, αν εξοργισθεί ή χτυπήσει το χέρι επάνω στην έδρα, πάλι θα βρεθεί αντιμέτωπος με εξοργισμένους γεννήτορες να του κραδαίνουν τη Διεθνή Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Παιδιού). Προφανώς, ο Εμπερχαρντ έχει διαπιστώσει ότι αυτή η «δικτατορία του παιδιού» (και όχι «η δημοκρατία της οικογένειας» που ευαγγελίζονται οι συμπατριώτες του) έχει εξαπλωθεί σαν επιδημία ιλαράς και σε άλλες παιδικές ηλικίες ανά την Ευρώπη.

Όμως, για να επανέλθουμε στον πυρήνα του θέματός μας, σκοπός του πολιτισμού δεν είναι η ανάπτυξη της επιστήμης και της μηχανής, αλλά ο άνθρωπος. Και το πιο σπουδαίο πρόβλημα του πολιτισμού είναι να μάθει στον άνθρωπο να σκέφτεται και να συμπεριφέρεται με ένα τρόπο ευγενικό που να δηλώνει ποιότητα.

Ο τόπος μας δεν κινδυνεύει από την έλλειψη μνημείων και αρχαιολόγων, βιβλίων και συγγραφέων ή μουσικών, ούτε θεάτρων και ηθοποιών. Κινδυνεύει από την έλλειψη πεπαιδευμένων αναγνωστών, ακροατών και θεατών, που έχουν ρίζες σε μια σπουδαία πολιτιστική παράδοση και είναι ανοιχτοί στο καινούργιο και το διαφορετικό, με ποιοτικά κριτήρια και υψηλούς στόχους. Κινδυνεύει από την έλλειψη πολιτών που σκέφτονται και  ενεργούν με πνεύμα ελευθερίας, δημοκρατίας και ανεξαρτησίας. Ας σεβαστούμε επιτέλους και ας προστατεύουμε ό,τι ανήκει σε όλους μας.

(Δακτυλογράφηση: Βάσω Κ. Ηλιάδη)