«Το μάθημα της Ιστορίας και η προβληματική του στη σύγχρονη εκπαίδευση»

από την κ. Αμαλία Κ. Ηλιάδη, φιλόλογο-ιστορικό, (Μεταπτυχιακό Δίπλωμα Βυζαντινής Ιστορίας απ΄ το Α.Π.Θ.), Δ/ντρια 3ου Γυμνασίου Τρικάλων

Ι.«Επίσημη»  ιστορία  και  πολιτική  στην  εκπαίδευση.

Κάθε  χώρα  αποδέχεται  κάποιες  ιστορικές  απόψεις  για  το  παρελθόν  της  και  τις  προβάλλει  από  τα  μέσα  μαζικής  ενημέρωσης, την  ιστορική  συγγραφή, τους  πολιτικούς  λόγους, την  πολιτιστική  έκφραση  και   την  κυρίαρχη  ιδεολογία. Το  ισχυρότερο  όμως  μέσο  επιβολής  της  «επίσημης»  ιστορίας  είναι  η  εκπαίδευση, τα  σχολικά  εγχειρίδια  ιστορίας  και  οι  εκπαιδευτικοί  που  τα  αξιοποιούν.

Αν  όμως  δεχτούμε  ότι  οι  εκπαιδευτικοί,  τις  περισσότερες  φορές,  αποδέχονται  ιδεολογικά  το  σχολικό  βιβλίο  ή  δεν  τους  επιτρέπεται  να  έχουν  άλλη  άποψη, συμπεραίνουμε  ότι  είναι  κύριος  ο  ρόλος  του  σχολικού  βιβλίου  ιστορίας  που, πέρα  από  την  απλή  γνωστοποίηση  του  παρελθόντος, προβάλλει  ιδέες, θέσεις, απόψεις. Έτσι  η  πολιτεία  προσπαθεί  να  διαμορφώσει  ιστορική  και  κοινωνική  συνείδηση  στα  νεαρά  μέλη  της  κοινωνίας.

Η  εξέλιξη  της  ιστορικής  επιστήμης  και  των μεθοδολογικών  αρχών  της  ιστορίας  τον  20ό  αιώνα  απέδειξε  ότι  η  εικόνα  του  παρελθόντος  δεν  είναι  μία  και  «αντικειμενική». Αντίθετα, όλοι  οι  ιστορικοί  πια  δέχονται  την  πολλαπλότητα  των  ιστορικών  κριτηρίων,  τόσο  στην  επιλογή  του  ιστορικού  υλικού  όσο  και  στην  ερμηνεία  του. Η  στάση  του  ιστορικού   απέναντι  στα  γεγονότα  είναι  καθοριστική  για  την  παρουσία  του  παρελθόντος  και  τα  κριτήρια  αυτής  της  στάσης  δεν  μπορεί  παρά  να  έχουν  υποκειμενισμό. Ποικίλοι  παράγοντες  επιδρούν  στην  ιστορική  σκέψη, όπως  οι  φιλοσοφικές  και  κοινωνικές  απόψεις, η  εθνότητα, το  πολιτιστικό  περιβάλλον, οι  συμπάθειες  ή  αντιπάθειες, τα  συμφέροντα, ατομικά  ή  ομαδικά  κλπ. Γενικότερα  δεν  πρέπει  να  ξεχνάμε  ότι  το  παρελθόν  το  αντικρίζει  ο  ιστορικός  μέσα  από  τις  εμπειρίες  και  τις  αντιλήψεις  του  παρόντος. Επομένως  η  άποψη  της  μιας  και  «αντικειμενικής», «επίσημης»  ιστορικής  άποψης  είναι  τουλάχιστον  αντιεπιστημονική, αν  δεν  κρύβει  άλλες  σκοπιμότητες.

Όσο  επικίνδυνη  είναι  η  απολυτοποίηση  της  ιστορικής  αλήθειας, άλλο  τόσο  επικίνδυνος   είναι  ο σχετικισμός  και  ο  σκεπτικισμός  στην  ιστορική  σκέψη. Εάν  δεχτούμε  ότι  όλες  οι  απόψεις  είναι  σχετικές, άρα  αποδεκτές, δεν  μπορούμε  να  ξεχωρίσουμε  μια  αληθή  ιστορική  κρίση  από  μια  ψευδή. Πώς  λοιπόν  μπορούμε  να  αντιληφθούμε  την  αντικειμενικότητα  στην  ιστορία  μέσα  από  αυτή  την  πολυπλοκότητα  του  υποκειμενισμού  των  ιστορικών; Όσο  κι  αν  η  άποψή  μας  για  το  παρελθόν  είναι  υποκειμενική, το  ίδιο  το  παρελθόν  υπήρξε  ως  μια  αντικειμενική  πραγματικότητα. Προς  τη  γνώση  αυτής  της  πραγματικότητας  τείνει  η  ιστορική  επιστήμη  μέσα  από  το  διάλογο  και  τις  «συγκλίνουσες»  αντιθέσεις  των  ιστορικών. Η  αντικειμενικότητα  και  η  αλήθεια  είναι  ένα  «όριο», με  τη  μαθηματική  χρήση  του  όρου, (αυτό  ισχύει  για  τη  γνώμη  στο  σύνολό  της  και  όχι  μόνο  για  την  ιστορική  επιστήμη). Σ?  αυτό  προσπαθούμε  να  φτάσουμε  μέσα  από  τη  διαλεκτική  σύνθεση  των  αντιθέσεων  και  των  διαφορετικών  απόψεων. Αυτή  είναι  η  δουλειά  των  ιστορικών  κάθε  εποχής, γι? αυτό  και  η  «ιστορία  διαρκώς  ξαναγράφεται».

Όμως  σκόπιμο  είναι  να  τονίσουμε  ότι  η  επιστήμη  της  ιστορίας, παρόλα  τα  προβλήματα  ιδεολογίας-υποκειμενισμού  που  αντιμετωπίζει, σαφώς  διακρίνεται  από  την  παραχάραξη  του  παρελθόντος  και  την  πολιτική   προπαγάνδα  που  στόχο  δεν  έχει  την  αναζήτηση  της  αλήθειας, αλλά  την  εξυπηρέτηση  πολύ  συγκεκριμένων  σκοπιμοτήτων  και  συμφερόντων. Είναι  σημαντικό  κριτήριο  ήθους  ο  σεβασμός  στα  γεγονότα (όσο  κι  αν  ακούγεται  θετικιστικό), που  αποκλείει  τη  σκόπιμη  αποσιώπηση  ή  έξαρση  γεγονότων  και  πολύ  περισσότερο  τη  συνειδητή  παραποίησή  τους.

Παρά  τη  θεωρητική  απόρριψη  της  «επίσημης»  ιστορίας  δεν  μπορούμε  να  δεχτούμε  ότι  κάτι  τέτοιο  δε  συμβαίνει  στην  εκπαιδευτική  πράξη  κάθε  κράτους. Η  ιστορική  γνώση  είναι  απαραίτητο  εφόδιο  για  τη  νέα  γενιά  και  η  σχολική  ιστορία  κύριο  μέσο  διδασκαλίας  της. Κάθε  εκπαιδευτικό  σύστημα  έχει  πολιτικούς  στόχους  και  η  σχολική  ιστορία  εντάσσεται  στις  σκοπιμότητες  του  εκπαιδευτικού  συστήματος  κάθε  χώρας, που  είναι  ανάλογο  με  το  κοινωνικο-πολιτικό  καθεστώς  της. Επομένως  τα  σχολικά  εγχειρίδια  έχουν  συγκεκριμένους  στόχους  και  «οπτικές»  παρουσίασης  του  παρελθόντος  που  εξυπηρετούν  συγκεκριμένα  συμφέροντα, υποβάλλουν  ιδέες, κρίσεις  και  διαμορφώνουν  συνειδήσεις. Μπορούν  λοιπόν  να  προβάλλουν  εθνικιστικές  «αιχμές»  και  να  τονίζουν  τις  αντιθέσεις  με  τους  γειτονικούς  λαούς  ή  αντίθετα  να  προωθούν  ιδέες  «συνεργασίας», φιλίας  και  ειρήνης.

Δεν  είναι  παράξενο  λοιπόν  τα  σχολικά  εγχειρίδια  ιστορίας  να  αλλάζουν, όταν  αλλάζει  και  η  εξωτερική  πολιτική  μιας  χώρας. Τότε  το  παρελθόν  πρέπει  να  παρουσιαστεί  κάτω  από  άλλα  πρίσματα  για  να  εξυπηρετήσει  τους  νέους  πολιτικούς  στόχους.

Παρόλα  αυτά  όμως, ένα  σχολικό  εγχειρίδιο  οφείλει  τουλάχιστον  να  μην  είναι  ιστορική  παραχάραξη  ή αντιεπιστημονική θεώρηση. Η  συγγραφή  ενός  ιστορικού  εγχειριδίου  είναι  ανάλογη  με  την  εξέλιξη  της  ιστορικής  επιστήμης  και  μεθόδου. Απαραίτητη, λοιπόν, είναι  η  συνεργασία  των  χωρών  και  η  ανταλλαγή  απόψεων  σε  θέματα  θεωρίας  και   επιστημονικής  εξέλιξης. Μπορεί  να  υπάρχουν  διαφορετικές  απόψεις, όχι  όμως  πολλές  και  τελείως  αντιφατικές  «αλήθειες».

ΙΙ. Οι  αρχές  της  «Σύστασης  για  την  εκπαίδευση»  της  UNESCO (1974) και  τα  εγχειρίδια  ιστορίας  των  χωρών-κρατών  μελών  της.

Αντιμετωπίζοντας  τις  «εθνικιστικές»  τάσεις  στην  εκπαίδευση  και  το  πρόβλημα  της  ειρηνικής  συνύπαρξης  των  λαών, η  Γενική  Διάσκεψη  του  ΟΗΕ  για  την  εκπαίδευση, την  Επιστήμη  και  τον  Πολιτισμό  διατύπωσε  τη  «Σύσταση»  αυτή  στις  17  Οκτωβρίου  1974  με  στόχο  «να  συμβάλει  στην  κατανόηση, τη  συνεργασία  και  την  παγκόσμια  ειρήνη,  και  την  εκπαίδευση  για  τα  ανθρώπινα  δικαιώματα  και  τις  θεμελιώδεις  ελευθερίες».

Στη  συνέχεια  θα  παρουσιάσουμε  βασικές  αρχές  της  «Σύστασης»  και  παρατηρήσεις  σχετικές  με  το  αν  και  πόσο  τηρούνται  στα  σχολικά  εγχειρίδια  των  γειτονικών  λαών.

Ήδη  από  την  εισαγωγή  της  Σύστασης  η  Διάσκεψη  εντοπίζει  τα  προβλήματα  στην  εκπαίδευση  και  την  πραγματικότητα, που  δείχνει  ότι  τις  πιο  πολλές  φορές  η  απόσταση  ανάμεσα  στους  θεωρητικούς  στόχους  της  Σύστασης  και  στην  εκπαιδευτική  πράξη  είναι  πολύ  μεγάλη  και  ο  δρόμος  που  πρέπει  να  διανυθεί  για  την  υλοποίησή  τους  δύσκολος. Εξάλλου, συχνά, εντοπίζουμε  μια  σκόπιμη  ασυνέπεια  στις  θέσεις  της  επίσημης  εξωτερικής  πολιτικής  και  την  εκπαίδευσης  ενός  κράτους  και  ο  δρόμος  γίνεται  δυσκολότερος.

Η  δυσκολία  έγκειται  στο  πώς  θα  υλοποιηθούν  οι  αρχές  της  Σύστασης  από  χώρες  και  λαούς  που  έχουν  διαφορετικά  κοινωνικά  και  πολιτικά  συστήματα ? ένα  τέτοιο  παράδειγμα  είναι  η  Βαλκανική ? διαφορετικές  βλέψεις  και  συμφέροντα. Η  εξισορρόπηση  αυτών  των  εθνικών  αντιθέσεων  είναι  ο  στόχος  της  Σύστασης, που  προσπαθεί  να  θεμελιώσει  μέσα  από  «την  εκπαίδευση  σε  διεθνές  επίπεδο»  τη  συνεργασία  των  λαών  και  την  ειρήνη  παγκοσμίως. Στενότατη  σχέση  με  τους  στόχους  της  Σύστασης  έχει  το  μάθημα  της  ιστορίας  καθώς  και  των  θρησκευτικών, της  γεωγραφίας  και  της  κοινωνιολογίας.

Η  έρευνα  και  η  γνώση  του  παρελθόντος  ενός  λαού, αλλά  και  η  παρουσίαση  της  ιστορικής  εξέλιξης  του  ανθρώπου  συνολικά, παρουσιάζει  ιδιαίτερο  ενδιαφέρον  μέσα  από  τα  σχολικά  βιβλία  της  ιστορίας, γιατί  γίνονται  αναφορές  και  στην  ιστορία  των  γειτονικών  χωρών. Η  ιστορική  πληροφόρηση  είναι  φορτισμένη  με  συγκινησιακά  στοιχεία  και  αξιολογικές  κρίσεις  που  εκφράζουν  τους  πόθους  και  τα  οράματα  του  κάθε  λαού, συχνά  σκόπιμα  κατευθυνόμενα. Σημαντικό  ενδιαφέρον  παρουσιάζει  η  αξιοπιστία  της  ιστορικής  πληροφόρησης  των  σχολικών  βιβλίων  και   οι  απόπειρες  συγγραφής  νέων  βιβλίων  με  νέους  προσανατολισμούς.

Όμως  το  αποτέλεσμα  της  εκπαιδευτικής  πράξης  είναι  η  αξιοποίηση  του  σχολικού  βιβλίου  από  τον  εκπαιδευτικό. Το  βιβλίο  αποτελεί  αφόρμηση  για  προσωπική  παρέμβαση  του  δασκάλου (επιμορφωμένου  ή  μη)  και  εκτροπή  της  διδασκαλίας  σε  άλλους  στόχους (κριτική-σχόλια) πέρα  από  το  κείμενο  του  βιβλίου. Το  πρόβλημα  γίνεται  ακόμα  πιο  πολύπλοκο, αν  λάβουμε  υπόψη  την  «αντοχή»  της  νοοτροπίας  (και  του  εκπαιδευτικού)  σε  κάθε  απόπειρα  εξέλιξης, μεταβολής, ακόμα  και  θεσμοθετημένης  μέσα  από  το  σχολικό  εγχειρίδιο.

Το  συμπέρασμα  λοιπόν  που  βγάζουμε  είναι  ότι  οι  στόχοι  της  Σύστασης  του  ΟΗΕ  μπορούν  να  πραγματοποιηθούν  μέσα  από  δύο  προϋποθέσεις:  (α) τη  συγγραφή  εγχειριδίων  ιστορίας  που  θα  ακολουθούν  τις  αρχές  της  Σύστασης  και  (β)  την  κατάλληλη  αξιοποίησή  τους  από  το  εκπαιδευτικό  προσωπικό. Το  τελικό  αποτέλεσμα  προκύπτει  από  τη  διαλεκτική  σχέση  σχολικού  βιβλίου  και  χρήστη, δασκάλου  ή  μαθητή.

Υποχρέωση  των  σχολικών  βιβλίων  είναι  η  παρουσίαση  και  σε  βάθος  ανάλυση  των  παραγόντων  και  καταστάσεων  που  αποτελούν  σημεία  έντασης  και  προστριβής  ανάμεσα  στις  χώρες. Έτσι, αποκαλύπτονται  τα  πραγματικά  συμφέροντα  των  λαών  και  «εκείνα  των  ομάδων  που  μονοπωλούν  την  οικονομική  και  πολιτική  εξουσία, ασκούν  την  εκμετάλλευση  και  υποθάλπουν  τον  πόλεμο». Απορρίπτεται  λοιπόν, η  απόκρυψη  ή  σκόπιμη  παραποίηση  φλεγόντων  θεμάτων  και  η  λογοκρισία  στα  κρίσιμα  σημεία  της  εξιστόρησης  των  γεγονότων. Μόνο  έτσι, τονίζεται  στη  Σύσταση, θα  μελετηθούν  οι  μέθοδοι  για  το  ξεπέρασμα  αυτών  των  αντιθέσεων  που  αποτελούν  εμπόδια  για  την  «ουσιαστική  διεθνή  συνεργασία».

Ένας  τρόπος  για  να  ξεκινήσει  μια  τέτοια  απόπειρα  στην  εκπαίδευση  είναι  η  στενή  συνεργασία  ανάμεσα  στην  Unesco  και  στα  κράτη-μέλη. Είναι  απαραίτητη  η  έρευνα  και  η  συνεργασία  των  εθνικών  εκπαιδευτικών  ιδρυμάτων  για  την  τροποποίηση  και  βελτίωση  των  σχολικών  εγχειριδίων, ώστε, σύμφωνα με το κείμενο της Ουνέσκο,  να  «ξεπεραστούν  οι  παρεξηγήσεις  των  λαών  και  να  αντικατασταθούν  για  την  καλύτερη  γνώση  του  καθενός  και  για  μια  καλύτερη  αλληλοκατανόηση  και  αλληλοεκτίμηση».

(Δακτυλογράφηση: Βάσω  Κ.  Ηλιάδη).