«Το μάθημα της Ιστορίας και η προβληματική του στη σύγχρονη εκπαίδευση»

από την κ. Αμαλία Κ. Ηλιάδη, φιλόλογο-ιστορικό, (Μεταπτυχιακό Δίπλωμα Βυζαντινής Ιστορίας απ΄ το Α.Π.Θ.), Δ/ντρια 3ου Γυμνασίου Τρικάλων

Ι.«Επίσημη»  ιστορία  και  πολιτική  στην  εκπαίδευση.

Κάθε  χώρα  αποδέχεται  κάποιες  ιστορικές  απόψεις  για  το  παρελθόν  της  και  τις  προβάλλει  από  τα  μέσα  μαζικής  ενημέρωσης, την  ιστορική  συγγραφή, τους  πολιτικούς  λόγους, την  πολιτιστική  έκφραση  και   την  κυρίαρχη  ιδεολογία. Το  ισχυρότερο  όμως  μέσο  επιβολής  της  «επίσημης»  ιστορίας  είναι  η  εκπαίδευση, τα  σχολικά  εγχειρίδια  ιστορίας  και  οι  εκπαιδευτικοί  που  τα  αξιοποιούν.

Αν  όμως  δεχτούμε  ότι  οι  εκπαιδευτικοί,  τις  περισσότερες  φορές,  αποδέχονται  ιδεολογικά  το  σχολικό  βιβλίο  ή  δεν  τους  επιτρέπεται  να  έχουν  άλλη  άποψη, συμπεραίνουμε  ότι  είναι  κύριος  ο  ρόλος  του  σχολικού  βιβλίου  ιστορίας  που, πέρα  από  την  απλή  γνωστοποίηση  του  παρελθόντος, προβάλλει  ιδέες, θέσεις, απόψεις. Έτσι  η  πολιτεία  προσπαθεί  να  διαμορφώσει  ιστορική  και  κοινωνική  συνείδηση  στα  νεαρά  μέλη  της  κοινωνίας.

Η  εξέλιξη  της  ιστορικής  επιστήμης  και  των μεθοδολογικών  αρχών  της  ιστορίας  τον  20ό  αιώνα  απέδειξε  ότι  η  εικόνα  του  παρελθόντος  δεν  είναι  μία  και  «αντικειμενική». Αντίθετα, όλοι  οι  ιστορικοί  πια  δέχονται  την  πολλαπλότητα  των  ιστορικών  κριτηρίων,  τόσο  στην  επιλογή  του  ιστορικού  υλικού  όσο  και  στην  ερμηνεία  του. Η  στάση  του  ιστορικού   απέναντι  στα  γεγονότα  είναι  καθοριστική  για  την  παρουσία  του  παρελθόντος  και  τα  κριτήρια  αυτής  της  στάσης  δεν  μπορεί  παρά  να  έχουν  υποκειμενισμό. Ποικίλοι  παράγοντες  επιδρούν  στην  ιστορική  σκέψη, όπως  οι  φιλοσοφικές  και  κοινωνικές  απόψεις, η  εθνότητα, το  πολιτιστικό  περιβάλλον, οι  συμπάθειες  ή  αντιπάθειες, τα  συμφέροντα, ατομικά  ή  ομαδικά  κλπ. Γενικότερα  δεν  πρέπει  να  ξεχνάμε  ότι  το  παρελθόν  το  αντικρίζει  ο  ιστορικός  μέσα  από  τις  εμπειρίες  και  τις  αντιλήψεις  του  παρόντος. Επομένως  η  άποψη  της  μιας  και  «αντικειμενικής», «επίσημης»  ιστορικής  άποψης  είναι  τουλάχιστον  αντιεπιστημονική, αν  δεν  κρύβει  άλλες  σκοπιμότητες.

Όσο  επικίνδυνη  είναι  η  απολυτοποίηση  της  ιστορικής  αλήθειας, άλλο  τόσο  επικίνδυνος   είναι  ο σχετικισμός  και  ο  σκεπτικισμός  στην  ιστορική  σκέψη. Εάν  δεχτούμε  ότι  όλες  οι  απόψεις  είναι  σχετικές, άρα  αποδεκτές, δεν  μπορούμε  να  ξεχωρίσουμε  μια  αληθή  ιστορική  κρίση  από  μια  ψευδή. Πώς  λοιπόν  μπορούμε  να  αντιληφθούμε  την  αντικειμενικότητα  στην  ιστορία  μέσα  από  αυτή  την  πολυπλοκότητα  του  υποκειμενισμού  των  ιστορικών; Όσο  κι  αν  η  άποψή  μας  για  το  παρελθόν  είναι  υποκειμενική, το  ίδιο  το  παρελθόν  υπήρξε  ως  μια  αντικειμενική  πραγματικότητα. Προς  τη  γνώση  αυτής  της  πραγματικότητας  τείνει  η  ιστορική  επιστήμη  μέσα  από  το  διάλογο  και  τις  «συγκλίνουσες»  αντιθέσεις  των  ιστορικών. Η  αντικειμενικότητα  και  η  αλήθεια  είναι  ένα  «όριο», με  τη  μαθηματική  χρήση  του  όρου, (αυτό  ισχύει  για  τη  γνώμη  στο  σύνολό  της  και  όχι  μόνο  για  την  ιστορική  επιστήμη). Σ?  αυτό  προσπαθούμε  να  φτάσουμε  μέσα  από  τη  διαλεκτική  σύνθεση  των  αντιθέσεων  και  των  διαφορετικών  απόψεων. Αυτή  είναι  η  δουλειά  των  ιστορικών  κάθε  εποχής, γι? αυτό  και  η  «ιστορία  διαρκώς  ξαναγράφεται».

Όμως  σκόπιμο  είναι  να  τονίσουμε  ότι  η  επιστήμη  της  ιστορίας, παρόλα  τα  προβλήματα  ιδεολογίας-υποκειμενισμού  που  αντιμετωπίζει, σαφώς  διακρίνεται  από  την  παραχάραξη  του  παρελθόντος  και  την  πολιτική   προπαγάνδα  που  στόχο  δεν  έχει  την  αναζήτηση  της  αλήθειας, αλλά  την  εξυπηρέτηση  πολύ  συγκεκριμένων  σκοπιμοτήτων  και  συμφερόντων. Είναι  σημαντικό  κριτήριο  ήθους  ο  σεβασμός  στα  γεγονότα (όσο  κι  αν  ακούγεται  θετικιστικό), που  αποκλείει  τη  σκόπιμη  αποσιώπηση  ή  έξαρση  γεγονότων  και  πολύ  περισσότερο  τη  συνειδητή  παραποίησή  τους.

Παρά  τη  θεωρητική  απόρριψη  της  «επίσημης»  ιστορίας  δεν  μπορούμε  να  δεχτούμε  ότι  κάτι  τέτοιο  δε  συμβαίνει  στην  εκπαιδευτική  πράξη  κάθε  κράτους. Η  ιστορική  γνώση  είναι  απαραίτητο  εφόδιο  για  τη  νέα  γενιά  και  η  σχολική  ιστορία  κύριο  μέσο  διδασκαλίας  της. Κάθε  εκπαιδευτικό  σύστημα  έχει  πολιτικούς  στόχους  και  η  σχολική  ιστορία  εντάσσεται  στις  σκοπιμότητες  του  εκπαιδευτικού  συστήματος  κάθε  χώρας, που  είναι  ανάλογο  με  το  κοινωνικο-πολιτικό  καθεστώς  της. Επομένως  τα  σχολικά  εγχειρίδια  έχουν  συγκεκριμένους  στόχους  και  «οπτικές»  παρουσίασης  του  παρελθόντος  που  εξυπηρετούν  συγκεκριμένα  συμφέροντα, υποβάλλουν  ιδέες, κρίσεις  και  διαμορφώνουν  συνειδήσεις. Μπορούν  λοιπόν  να  προβάλλουν  εθνικιστικές  «αιχμές»  και  να  τονίζουν  τις  αντιθέσεις  με  τους  γειτονικούς  λαούς  ή  αντίθετα  να  προωθούν  ιδέες  «συνεργασίας», φιλίας  και  ειρήνης.

Δεν  είναι  παράξενο  λοιπόν  τα  σχολικά  εγχειρίδια  ιστορίας  να  αλλάζουν, όταν  αλλάζει  και  η  εξωτερική  πολιτική  μιας  χώρας. Τότε  το  παρελθόν  πρέπει  να  παρουσιαστεί  κάτω  από  άλλα  πρίσματα  για  να  εξυπηρετήσει  τους  νέους  πολιτικούς  στόχους.

Παρόλα  αυτά  όμως, ένα  σχολικό  εγχειρίδιο  οφείλει  τουλάχιστον  να  μην  είναι  ιστορική  παραχάραξη  ή αντιεπιστημονική θεώρηση. Η  συγγραφή  ενός  ιστορικού  εγχειριδίου  είναι  ανάλογη  με  την  εξέλιξη  της  ιστορικής  επιστήμης  και  μεθόδου. Απαραίτητη, λοιπόν, είναι  η  συνεργασία  των  χωρών  και  η  ανταλλαγή  απόψεων  σε  θέματα  θεωρίας  και   επιστημονικής  εξέλιξης. Μπορεί  να  υπάρχουν  διαφορετικές  απόψεις, όχι  όμως  πολλές  και  τελείως  αντιφατικές  «αλήθειες».

ΙΙ. Οι  αρχές  της  «Σύστασης  για  την  εκπαίδευση»  της  UNESCO (1974) και  τα  εγχειρίδια  ιστορίας  των  χωρών-κρατών  μελών  της.

Αντιμετωπίζοντας  τις  «εθνικιστικές»  τάσεις  στην  εκπαίδευση  και  το  πρόβλημα  της  ειρηνικής  συνύπαρξης  των  λαών, η  Γενική  Διάσκεψη  του  ΟΗΕ  για  την  εκπαίδευση, την  Επιστήμη  και  τον  Πολιτισμό  διατύπωσε  τη  «Σύσταση»  αυτή  στις  17  Οκτωβρίου  1974  με  στόχο  «να  συμβάλει  στην  κατανόηση, τη  συνεργασία  και  την  παγκόσμια  ειρήνη,  και  την  εκπαίδευση  για  τα  ανθρώπινα  δικαιώματα  και  τις  θεμελιώδεις  ελευθερίες».

Στη  συνέχεια  θα  παρουσιάσουμε  βασικές  αρχές  της  «Σύστασης»  και  παρατηρήσεις  σχετικές  με  το  αν  και  πόσο  τηρούνται  στα  σχολικά  εγχειρίδια  των  γειτονικών  λαών.

Ήδη  από  την  εισαγωγή  της  Σύστασης  η  Διάσκεψη  εντοπίζει  τα  προβλήματα  στην  εκπαίδευση  και  την  πραγματικότητα, που  δείχνει  ότι  τις  πιο  πολλές  φορές  η  απόσταση  ανάμεσα  στους  θεωρητικούς  στόχους  της  Σύστασης  και  στην  εκπαιδευτική  πράξη  είναι  πολύ  μεγάλη  και  ο  δρόμος  που  πρέπει  να  διανυθεί  για  την  υλοποίησή  τους  δύσκολος. Εξάλλου, συχνά, εντοπίζουμε  μια  σκόπιμη  ασυνέπεια  στις  θέσεις  της  επίσημης  εξωτερικής  πολιτικής  και  την  εκπαίδευσης  ενός  κράτους  και  ο  δρόμος  γίνεται  δυσκολότερος.

Η  δυσκολία  έγκειται  στο  πώς  θα  υλοποιηθούν  οι  αρχές  της  Σύστασης  από  χώρες  και  λαούς  που  έχουν  διαφορετικά  κοινωνικά  και  πολιτικά  συστήματα ? ένα  τέτοιο  παράδειγμα  είναι  η  Βαλκανική ? διαφορετικές  βλέψεις  και  συμφέροντα. Η  εξισορρόπηση  αυτών  των  εθνικών  αντιθέσεων  είναι  ο  στόχος  της  Σύστασης, που  προσπαθεί  να  θεμελιώσει  μέσα  από  «την  εκπαίδευση  σε  διεθνές  επίπεδο»  τη  συνεργασία  των  λαών  και  την  ειρήνη  παγκοσμίως. Στενότατη  σχέση  με  τους  στόχους  της  Σύστασης  έχει  το  μάθημα  της  ιστορίας  καθώς  και  των  θρησκευτικών, της  γεωγραφίας  και  της  κοινωνιολογίας.

Η  έρευνα  και  η  γνώση  του  παρελθόντος  ενός  λαού, αλλά  και  η  παρουσίαση  της  ιστορικής  εξέλιξης  του  ανθρώπου  συνολικά, παρουσιάζει  ιδιαίτερο  ενδιαφέρον  μέσα  από  τα  σχολικά  βιβλία  της  ιστορίας, γιατί  γίνονται  αναφορές  και  στην  ιστορία  των  γειτονικών  χωρών. Η  ιστορική  πληροφόρηση  είναι  φορτισμένη  με  συγκινησιακά  στοιχεία  και  αξιολογικές  κρίσεις  που  εκφράζουν  τους  πόθους  και  τα  οράματα  του  κάθε  λαού, συχνά  σκόπιμα  κατευθυνόμενα. Σημαντικό  ενδιαφέρον  παρουσιάζει  η  αξιοπιστία  της  ιστορικής  πληροφόρησης  των  σχολικών  βιβλίων  και   οι  απόπειρες  συγγραφής  νέων  βιβλίων  με  νέους  προσανατολισμούς.

Όμως  το  αποτέλεσμα  της  εκπαιδευτικής  πράξης  είναι  η  αξιοποίηση  του  σχολικού  βιβλίου  από  τον  εκπαιδευτικό. Το  βιβλίο  αποτελεί  αφόρμηση  για  προσωπική  παρέμβαση  του  δασκάλου (επιμορφωμένου  ή  μη)  και  εκτροπή  της  διδασκαλίας  σε  άλλους  στόχους (κριτική-σχόλια) πέρα  από  το  κείμενο  του  βιβλίου. Το  πρόβλημα  γίνεται  ακόμα  πιο  πολύπλοκο, αν  λάβουμε  υπόψη  την  «αντοχή»  της  νοοτροπίας  (και  του  εκπαιδευτικού)  σε  κάθε  απόπειρα  εξέλιξης, μεταβολής, ακόμα  και  θεσμοθετημένης  μέσα  από  το  σχολικό  εγχειρίδιο.

Το  συμπέρασμα  λοιπόν  που  βγάζουμε  είναι  ότι  οι  στόχοι  της  Σύστασης  του  ΟΗΕ  μπορούν  να  πραγματοποιηθούν  μέσα  από  δύο  προϋποθέσεις:  (α) τη  συγγραφή  εγχειριδίων  ιστορίας  που  θα  ακολουθούν  τις  αρχές  της  Σύστασης  και  (β)  την  κατάλληλη  αξιοποίησή  τους  από  το  εκπαιδευτικό  προσωπικό. Το  τελικό  αποτέλεσμα  προκύπτει  από  τη  διαλεκτική  σχέση  σχολικού  βιβλίου  και  χρήστη, δασκάλου  ή  μαθητή.

Υποχρέωση  των  σχολικών  βιβλίων  είναι  η  παρουσίαση  και  σε  βάθος  ανάλυση  των  παραγόντων  και  καταστάσεων  που  αποτελούν  σημεία  έντασης  και  προστριβής  ανάμεσα  στις  χώρες. Έτσι, αποκαλύπτονται  τα  πραγματικά  συμφέροντα  των  λαών  και  «εκείνα  των  ομάδων  που  μονοπωλούν  την  οικονομική  και  πολιτική  εξουσία, ασκούν  την  εκμετάλλευση  και  υποθάλπουν  τον  πόλεμο». Απορρίπτεται  λοιπόν, η  απόκρυψη  ή  σκόπιμη  παραποίηση  φλεγόντων  θεμάτων  και  η  λογοκρισία  στα  κρίσιμα  σημεία  της  εξιστόρησης  των  γεγονότων. Μόνο  έτσι, τονίζεται  στη  Σύσταση, θα  μελετηθούν  οι  μέθοδοι  για  το  ξεπέρασμα  αυτών  των  αντιθέσεων  που  αποτελούν  εμπόδια  για  την  «ουσιαστική  διεθνή  συνεργασία».

Ένας  τρόπος  για  να  ξεκινήσει  μια  τέτοια  απόπειρα  στην  εκπαίδευση  είναι  η  στενή  συνεργασία  ανάμεσα  στην  Unesco  και  στα  κράτη-μέλη. Είναι  απαραίτητη  η  έρευνα  και  η  συνεργασία  των  εθνικών  εκπαιδευτικών  ιδρυμάτων  για  την  τροποποίηση  και  βελτίωση  των  σχολικών  εγχειριδίων, ώστε, σύμφωνα με το κείμενο της Ουνέσκο,  να  «ξεπεραστούν  οι  παρεξηγήσεις  των  λαών  και  να  αντικατασταθούν  για  την  καλύτερη  γνώση  του  καθενός  και  για  μια  καλύτερη  αλληλοκατανόηση  και  αλληλοεκτίμηση».

(Δακτυλογράφηση: Βάσω  Κ.  Ηλιάδη).

 

«Όψεις της πολιτικής ιδεολογίας των Βυζαντινών μέσα από τη χρονογραφία, τη δημοσιογραφία, εν τινι τρόπω, της εποχής εκείνης»

από την κ. Αμαλία Κ. Ηλιάδη, φιλόλογο-ιστορικό, (Μεταπτυχιακό Δίπλωμα Βυζαντινής Ιστορίας απ΄ το Α.Π.Θ.), Δ/ντρια 3ου Γυμνασίου Τρικάλων

Ορισμένες βυζαντινές  αφηγήσεις  του  είδους  της χρονογραφίας, σύμφωνα με τον Χέρμπερτ Χούνγκερ,  αποσκοπούν  στο  να  παρουσιάσουν  μερικούς  αυτοκράτορες, μέσα  από  ορισμένες  σημαντικές  αποφάσεις  τους, ως  τους  εξουσιοδοτημένους  από  τον  Θεό  υπερασπιστές  του  δικαίου  και  κυρίως  ως  προστάτες  των  αδυνάτων  και  φτωχών.

Ο  Βελεντινιανός  Α΄, ο  οποίος  λόγω  της  πίστης  του  στην  ορθοδοξία  απολαμβάνει  την   προτίμηση  των  χρονογράφων, σε  αντίθεση  προς  τον  αδερφό  του, τον  οπαδό  του  αρειανισμού  Βάλεντα, συνδέεται  με  μια  ιστορία  αυτού  του  είδους: Μια  γυναίκα  με  το  όνομα  Βερονίκη  χάνει  την  περιουσία  της  εξαιτίας  του  πλούσιου  και  ισχυρού  praepositus  Ροδανού  και  απευθύνεται  στον  αυτοκράτορα  Βαλεντινιανό  ζητώντας  βοήθεια. Όταν  ο  ανώτατος  υπάλληλος, πιστεύοντας  στην  επιρροή  του, δεν  υπακούει  στην  εντολή  του  αυτοκράτορα  να  επιστρέψει  ό,τι  είχε  αποκτήσει  παράνομα, ο  Βαλεντινιανός  τον  καθαιρεί  από  το  αξίωμά  του  ενώπιον  της  συγκλήτου  και  διατάζει  να  καεί  στον  ιππόδρομο, κάνοντας  δημόσια  γνωστό  το  παράπτωμά  του. Στη  γυναίκα  επιστρέφεται  ό,τι  της  είχε  αφαιρεθεί, και  έτσι  ο  αυτοκράτορας  υμνείται  ως  υπέρμαχος  της  δικαιοσύνης.

Η  ιστορία  αυτή  κινείται  στο  ίδιο  πλαίσιο  όπως  εκείνη  που  παραδίδεται  για  τον  Θεόφιλο. Μια  φτωχή  γυναίκα  καταφεύγει  στον  αυτοκράτορα  ζητώντας  το  δίκιο  της, γιατί  ο  ισχυρός  Πετρωνάς, ένας  συγγενής  του  αυτοκράτορα, έχτισε  μπροστά  στο  μικρό  της  σπίτι  ένα  τεράστιο  κτίριο, στερώντας  της  έτσι  το  φως  και  τον  ήλιο. Ο  αυτοκράτορας  αφού  ήλεγξε  την  ορθότητα  της  κατηγορίας, διέταξε  να  γκρεμιστεί  το  σπίτι   του  Πετρωνά  κι  ο  ίδιος  να  μαστιγωθεί  δημόσια. Μια  παρόμοια  αλλά  εκτενέστερη  ιστορία, που  αφορά  τον  αυτοκράτορα  Ιουστίνο  Β΄, διηγείται  ο  Κωνσταντίνος  Μανασσής. Μια  φτωχή  χήρα  καταγγέλλει  έναν  ισχυρό  μάγιστρο, συγγενή  του  αυτοκράτορα (το  όνομά  του  δεν  αναφέρεται), ότι  της  έκλεψε  όλο  το  βιός  της. Ο  αυτοκράτορας  τον  καλεί  σε  απολογία, αυτός  όμως  δεν  δίνει  σημασία, οργανώνει  μάλιστα  ένα  πλούσιο  φαγοπότι  για  τους  φίλους  του. Ο  έπαρχος, που  διόρισε  ο  αυτοκράτορας  δικαστή, εξουσιοδοτείται  από  τον  Ιουστίνο  να  συλλάβει  τον  μάγιστρο  κατά  τη  διάρκεια  της  γιορτής  και  να  τον  οδηγήσει  στο  δικαστήριο. Αυτός  βέβαια  δεν  έχει  να  προβάλει  καμία  δικαιολογία, μαστιγώνεται, κουρεύεται  εν  χρώ  και  διαπομπεύεται. Η  χήρα  παίρνει  πίσω  ό,τι  της  ανήκε, και  έτσι  ο  αυτοκράτορας  παρουσιάζεται  ως  το  υπόδειγμα  του  αδέκαστου  και  δίκαιου. Αυτή  τη  φορά  είναι  πιο  εμφανής  ο  επιθετικός  τόνος  εναντίον  του  ισχυρού. Τονίζονται  ιδιαίτερα  η  ασωτεία  του  κατά  τη  διάρκεια  του  συμποσίου  και  οι  αντικοινωνικές  του  αυθαιρεσίες, που  έρχονται  σε  αντίθεση  με  την  αξιοθρήνητη  λιποθυμία  του  κατηγορουμένου  στο  δικαστήριο. Η  αυτοκράτειρα  Σοφία  αποδείχτηκε  αντάξια  του  συζύγου  της, όταν  λόγω  της  δύσκολης  οικονομικής  κατάστασης  έκαψε  τις  αποδείξεις  των  χρεών  και  αποζημίωσε  τους  πιστωτές  από  την  προσωπική  της  περιουσία. Η  δικαιοσύνη  και  αι  ευεργεσίαι  ήταν  από  τα  βασικά  στοιχεία  που  συνέθεταν  τη  βυζαντινή  αυτοκρατορική  ιδέα. Για  τον  αυτοκράτορα  Θεόφιλο  διηγούνταν  ότι  γύριζε  «ινκόγνιτο»  στις  αγορές  για  να  ενημερώνεται   για  τις  τιμές  των  τροφίμων, των  καυσίμων  και  των  ενδυμάτων.

Μια  άλλη  διήγηση  ρίχνει  το  βάρος  από  τη  μια  μεριά  στις  αντίξοες  κοινωνικές  συνθήκες  και  από  την  άλλη  στην  ανυπέρβλητη  δικαιοσύνη  και   την  αμερόληπτη  ανιδιοτέλεια  του  αυτοκράτορα. Ένας  στρατηγός  παίρνει  από   έναν  ιππέα  το  έξοχο  άλογό  του, που  επανειλημμένα  του  είχε  σώσει  τη  ζωή, και  το  χαρίζει  στον  αυτοκράτορα  Θεόφιλο  σαν  να  ήταν  δικό  του. Ο  στρατιώτης  σκοτώνεται   στη  μάχη, και  η  χήρα  του, που  δεν  έχει  πια  τα  μέσα  να  θρέψει  τα  παιδιά  της, απευθύνεται  στον  γνωστό  για  τη  δικαιοσύνη  του  αυτοκράτορα. Κατά  τη  διάρκεια  της  μετάβασης  της  βασιλικής  πομπής  στην  εκκλησία  των  Βλαχερνών  δεν  διστάζει  να  ορμήσει  μπροστά  στον  αυτοκράτορα  και  να  κρατήσει  τα  χαλινάρια  του  αλόγου  του, που  δεν  είναι  άλλο  από  εκείνο  του  άντρα  της. Ο  Θεόφιλος  ακούει  όλη  την  ιστορία  και  φέρνει  τον  έκπληκτο  στρατηγό  σε  αντιπαράθεση  με  την  κατήγορο. Ο  στρατηγός  παραδέχεται  την  ενοχή  του  και  ικετεύει  να  του  δοθεί  χάρη. Ο  αυτοκράτορας  τον  τιμωρεί  με  εξορία  και  ορίζει  τη  χήρα  και  τα  παιδιά  της  κληρονόμους  του  ενόχου.

Όλες  αυτές  οι  ιστορίες, που  αναφέρθηκαν  με  συντομία, διακρίνονται  για  την  τάση  τους  να  στρέφονται  κυρίως  εναντίον  των  ισχυρών, των  εκπροσώπων  της  ανώτερης  τάξης, που  εκμεταλλεύτηκαν  την  κοινωνική  τους  θέση  για  να  πλουτίσουν  σε  βάρος  άλλων  πολιτικά  ασθενέστερων  προσώπων. Ένα  από  τα   κύρια  καθήκοντα  του  βυζαντινού  αυτοκράτορα  ήταν  να  αντιμετωπίζει  αυτές  τις  αδικίες, κάτι  που  δεν  το  κατόρθωνε  πάντα.  Οι  διηγήσεις  αυτές  στις  χρονογραφίες  απέβλεπαν  στο  να  δημιουργήσουν  στους  αναγνώστες  (ή  ακροατές)  την  πεποίθηση  ότι  ο  αυτοκράτορας  έπαιρνε  πάντα  θέση  υπέρ  των  φτωχών  και  καταπιεσμένων  και  εναντίον  των  ισχυρών  και  των  εκμεταλλευτών. Ασφαλώς  οι  σκληρές  κοινωνικές  συνθήκες  ήταν  διαμέσου  των  αιώνων  ο  λόγος  που  οδηγούσε  στη  δημιουργία  και  εσκεμμένη  διάδοση  στο  λαό  τέτοιων  ιστοριών, που  έχουν  περισσότερο  το  χαρακτήρα  ενός  άλλοθι.

Τέλος  θα  αναφέρουμε  μια  ιστορία  που  σκοπό  είχε  να  εξάρει  την  ευεργεσία  του  αυτοκράτορα. Κάποτε, επί  Θεοδώρου  Α΄ Λάσκαρη, «ανήρ  απλοϊκός  τε  και  απερίσκεπτος»  έτρεχε  στους  δρόμους  της  Νίκαιας  και  φώναζε  σε  κάθε  γνωστό  του  να  χαρεί  μαζί  του, γιατί  σύντομα  θα  εμφανιζόταν  «ο  καλός  αυτοκράτορας». Ο  Θεόδωρος  τον  κάλεσε  μπροστά  του  και  τον  ρώτησε  αν  αυτόν  δεν  τον  θεωρεί  καλό  αυτοκράτορα. Ο  απλοϊκός  άνθρωπος  είπε: «Τί  μου  έχεις  δώσει  ως  σήμερα, ώστε  να  σε  θεωρώ  καλό;» «Δεν  είναι  σαν  να  σε  ευεργετώ  κάθε  μέρα, όταν  πολεμώ  και  κινδυνεύω  για  σένα  και  τους  συμπολίτες  σου;» είπε  ο  αυτοκράτορας. «Και  ο  ήλιος  μας  χαρίζει  ζέστη  και  φως», απάντησε  ο  άνθρωπος, «αλλά  δεν  του  χρωστούμε  χάρη, γιατί  κάνει  μόνο  αυτό  που  του  έχει  οριστεί  να  κάνει. Και  συ  εκπληρώνεις  μόνο  το  καθήκον  σου, όταν, όπως  λες, μοχθείς  και  κινδυνεύεις  για  τους  συμπατριώτες  σου». «Και  αν  κάνω  δώρα, θα  είμαι  ένας  καλός  ηγεμόνας;» ρώτησε  ο  αυτοκράτορας. «Και  βέβαια»  απάντησε  ο  απλοϊκός  άνθρωπος. Ο  αυτοκράτορας  διέταξε  να  του  δώσουν  ρούχα  και  χρήματα, με  αποτέλεσμα  να  πάψει  ο  άλλος  να  ψάχνει  για  τον  καλό  αυτοκράτορα, μια  και  ο  Θεόδωρος  ήταν  ο  «καλός  τε  και  ολόκαλος  και  χρηστός  βασιλεύς». Η  ιστορία  φαίνεται  να  έχει  επινοηθεί, όπως  εξάλλου  και  άλλες  παρόμοιες, για  να  ρίξει  φως  σε  μια  σημαντική  και  θετική  πλευρά  της  προσωπικότητας  του  αυτοκράτορα. Διάφορες  λεπτομέρειες  μας  βάζουν  παρ?  όλ? αυτά  σε  σκέψεις: Ο  απλοϊκός  δεν  είναι  στην  πραγματικότητα  τόσο  απλοϊκός, όσο  θέλει  ο  συγγραφέας  να  πιστέψουμε. Δεν  είναι   μόνο  το  ότι  κατορθώνει  να  βγει  κερδισμένος. Δεν  διστάζει  να  πει   ανοιχτά  στον  αυτοκράτορα  τις  σκέψεις  του  και   ουσιαστικά  θέτει  υπό  αμφισβήτηση  ένα  σημαντικό  στήριγμα  της  αυτοκρατορικής  ιδεολογίας: την  ανιδιοτελή  χρήση  της  αυτοκρατορικής  ισχύος  προς   όφελος  των  υπηκόων. Πολύ  πετυχημένα  χρησιμοποιεί  στην  επιχειρηματολογία  του  την  παρομοίωση  με  τον  ήλιο, μια  παρομοίωση  που  σε  κάθε  Βυζαντινό  ήταν  γνωστή  από  τις  επευφημίες  στον  ιππόδρομο, και  στους  μορφωμένους  από  εκατοντάδες  ρητορικά  κείμενα. Φαντάζεται  κανείς  τον  δημιουργό  αυτής  της  ιστορίας  να  υπομειδιά  με  ικανοποίηση. Παρ? όλ? αυτά ? ή  ίσως  ακριβώς  γι? αυτό  το  λόγο ? οι  Βυζαντινοί  θα  τη  διάβαζαν  με  ευχαρίστηση.

Πηγές: Λέων  Γραμματικός, Συνεχιστής του  Θεοφάνους,  Σκυλίτζης,  Ιωάννης Ζωναράς έκδ. Pinder, Μανασσής, Μιχαήλ Γλυκάς, Εφραίμ,  Πασχάλιον Χρονικό,   Σύνοψις Σάθα, Hunger, Prooimion, Βυζαντινή Λογοτεχνία,  Ψευδο-Κωδινός, Περί  οφφικίων, έκδ. Verpeaux.

(Δακτυλογράφηση: Βάσω  Κ.  Ηλιάδη).

«Προτεινόμενες ερμηνείες για το φαινόμενο του φασισμού- ναζισμού από τη νεότερη και σύγχρονη ιστορική έρευνα»

μια μελέτη από την κ. Αμαλία Κ. Ηλιάδη, φιλόλογος-ιστορικός, (Μεταπτυχιακό Δίπλωμα Βυζαντινής Ιστορίας απ΄ το Α.Π.Θ.), Δ/ντρια 3ου Γυμνασίου Τρικάλων

Η  αντίληψη  ότι  ο  φασισμός  θα  πρέπει  κατά  κύριο  λόγο  να  κατανοηθεί  ως  φορέας  «του  καπιταλισμού»  ή  των  «μεγάλων  επιχειρήσεων», του  «χρηματιστικού  καπιταλισμού», του  «κρατικομονοπωλιακού  καπιταλισμού», ή  οιουδήποτε  λογικού  συνδυασμού  των  παραπάνω, είναι  μια  από  τις  πιο  παλιές  και  πιο  διαδεδομένες  ερμηνείες, και  για  πολλές  δεκαετίες  χρησίμευσε  ως  η  επίσημη  θεωρία  του κομουνισμού  για  το  φασισμό.

Αν  και  αργότερα  οι  διαφωνούντες  ή  οι  πιο  κριτικοί  κομουνιστές  θα  προσέφεραν  διεξοδικότερες  και  πιο  επεξεργασμένες  θεωρίες, η  «θεωρία  του  φορέα»  υιοθετήθηκε  από  την  Τρίτη  Διεθνή  το  1924  ως  η  επίσημη  ερμηνεία  του  φασισμού (και  του  γερμανικού  εθνικοσοσιαλισμού) και  κωδικοποιήθηκε  επίσημα  το  1935  στον  ορισμό  του  φασισμού  ως  «ανοικτής  τρομοκρατικής  δικτατορίας  των  πιο  αντιδραστικών, πιο  σοβινιστικών  και  πιο  ιμπεριαλιστικών  στοιχείων  του  χρηματιστικού  κεφαλαίου». Οι  κυριότεροι  Δυτικοί  μαρξιστές  υποστηρικτές  αυτής  της  αντίληψης  στη  δεκαετία  του ?30  ήταν  ο  Ρ. Πάλμε  Ντατ  και  ο  Ντανιέλ  Γκερίν.

Άμεσα  συναρτημένη  με  την  κομουνιστική  αντίληψη  του  φορέα  ήταν  η  έννοια  ενός  είδους  «παν-φασισμού», που  θεωρούσε  ότι  αφότου  ο  φασισμός  παρουσιάστηκε  ως  όργανο  του  χρηματιστικού  κεφαλαίου, όλες  οι  άλλες  δυνάμεις  που  «υπηρετούν»  τον  καπιταλισμό  ήταν  επίσης  «αντικειμενικά  φασιστικές». Σ? αυτές  φιγουράριζαν  όχι  μόνον  όλες  οι  δεξιές  αυταρχικές  δυνάμεις  και  καθεστώτα, αλλά  επίσης, περισσότερο  προεξάρχοντες  και  ύπουλοι, μάλιστα, αυτοί, οι  σοσιαλδημοκράτες  που  στα  δημοκρατικά  συστήματα  «συνεργάζονταν»  με  τις  καπιταλιστικές  δυνάμεις. Έτσι, ήδη  από  το  1924, οι  σοσιαλιστές  έγιναν  «σοσιαλφασίστες» – που  αντικειμενικά  ήταν  οι  πιο  επικίνδυνοι  «φασίστες»  από  όλους  διότι  υποτίθεται  ότι  αντιπροσώπευαν  τους  εργάτες.   Διαβάστε περισσότερα…

«Πρώιμες σχέσεις, συσχετίσεις και ιδεολογικές ανταλλαγές μεταξύ ιταλικού φασισμού-κομμουνισμού-γερμανικού εθνικοσοσιαλισμού»

μια μελέτη από την Αμαλία Κ. Ηλιάδη, φιλόλογο-ιστορικό, (Μεταπτυχιακό Δίπλωμα Βυζαντινής Ιστορίας απ΄ το Α.Π.Θ.), Δ/ντρια 3ου Γυμνασίου Τρικάλων

Όλα  τα  βίαια  επαναστατικά  κινήματα  και  όλες  οι  ολοκληρωμένες  δικτατορίες  έχουν  κάποια  πράγματα  κοινά, αν  και  στην  περίπτωση  του  ιταλικού  φασισμού  και  του  μπολσεβικισμού  οι  διαφορές  ήταν  τουλάχιστον  το  ίδιο  σημαντικές.  Μετά  το  θάνατο  του  Λένιν  το  1924  και  τη  μετέπειτα  διατύπωση  του  Στάλιν: «Ο  σοσιαλισμός  σε  μια  μόνο  «χώρα», αυξήθηκαν  οι  εικασίες  γύρω  από  τη  ρωσική  εθνικοποίηση  του  μπολσεβικισμού  και  τη  γέννηση  στη  Ρωσία  ενός  «εθνικού  κομουνισμού».  Η  έννοια  του  «κόκκινου  φασισμού», και  γενικά  του  ολοκληρωτισμού, θα  εξαπλωθεί  περαιτέρω, ιδιαίτερα  κατά  την  πρώτη  φάση  του  Β΄ Παγκοσμίου  Πολέμου  και  την  πρώτη  δεκαετία  του  Ψυχρού  Πολέμου  που  ακολούθησε.

Η  γενιά  που ήρθε  μετά  τον  Α΄ Παγκόσμιο  Πόλεμο  παρήγαγε  τις  πιο  ακραίες  πολιτικές  συγκρούσεις  σε  όλη  την  ευρωπαϊκή  ιστορία, καθώς  η  πολιτική  κοινωνία  σε  πολλές  χώρες  ήταν  διασπασμένη, και  την  ίδια  στιγμή, πολλές  φορές, έτεινε  να  πολώνεται  μεταξύ  της  Δεξιάς  και  της  Αριστεράς.

 Διαβάστε περισσότερα…

«Πρώιμες σχέσεις, συσχετίσεις και ιδεολογικές ανταλλαγές μεταξύ φασισμού-κομμουνισμού»

μια μελέτη από  την Αμαλία Κ. Ηλιάδη, φιλόλογο-ιστορικό, (Μεταπτυχιακό Δίπλωμα Βυζαντινής Ιστορίας απ΄ το Α.Π.Θ.), Δ/ντρια 3ου Γυμνασίου Τρικάλων

Ο  Τζέφρυ  Χέρφ  στην   εργασία  του  «Αντιδραστικός  Μοντερνισμός»  έχει  αποκαλύψει  ένα  από  τα  ισχυρότερα  ιδρυτικά  στοιχεία  του  φασιστικού  φαινομένου, μέσω  του  οποίου  ο  φασισμός  ενδημεί  στις  βλέψεις, στις  προσδοκίες  και  στα  οράματα  του  σημερινού  «μαζο-ατόμου»  και  των  ψυχοδυναμικών  του  δεσμεύσεων: «Ο  φασισμός  στην  Ευρώπη  και  ο  εθνικοσοσιαλισμός  στη  Γερμανία», γράφει, «υπόσχονταν  ομορφιά, αισθητική  μορφή  και  πνευματική  ενότητα  του  έθνους, στη  θέση  του  υλισμού, του  θετικισμού  και  του  άμορφου, άψυχου  και  χαοτικού  φιλελευθερισμού.  Η  ψυχή  θα  μπορούσε  να  εκφραστεί  στο  πολιτικό  όραμα  και  τον  συμβολισμό  του  έθνους  και  όχι  στις  διχαστικές  κοινωνικές  τάξεις  και  τα  συμβιβαστικά  κοινοβούλια».

Η  λέξη  φασίστας  είναι  μια  από  τις  πιο  πολυχρησιμοποιημένες  υποτιμητικές  πολιτικές  εκφράσεις, και  συνήθως  υποδηλώνει  «τον  βίαιο», «τον  κτηνώδη», «τον  καταπιεστικό»  ή  «τον  δικτατορικό».  Αν  όμως  φασισμός  δεν  σημαίνει  τίποτε  περισσότερο  απ? αυτό, τότε  τα  κομμουνιστικά  καθεστώτα, για  παράδειγμα, θα  έπρεπε  πιθανόν  να  ενταχθούν  στην  κατηγορία  των  πιο  φασιστικών  καθεστώτων, αποστερώντας  έτσι  τη  λέξη  από  κάθε  χρήσιμο  προσδιορισμό.Διαβάστε περισσότερα…

ΕΝΔΟΣΧΟΛΙΚΗ ΕΠΙΜΟΡΦΩΣΗ

με θέμα: «Συνθετικές-διερευνητικές εργασίες-project στο Γυμνάσιο: Θεωρία και Μελέτη περιπτώσεων-παραδειγμάτων»

Εισηγήτρια ήταν η κ. Αμαλία Ηλιάδη, φιλόλογος-ιστορικός, Δ/ντρια του 3ου Γυμνασίου Τρικάλων. Η εκδήλωση πραγματοποιήθηκε στην Αίθουσα Πολλαπλών Χρήσεων του 3ου Γυμνασίου την  Τετάρτη,   16 Οκτωβρίου 2013  και ώρα 6:00-8.30΄μ.μ.

Το 3ο Γυμνάσιο Τρικάλων, στο πλαίσιο της προσπάθειας που καταβάλλει για την προώθηση της επικοινωνίας και της μορφωτικής ανταλλαγής απόψεων ανάμεσα στα μέλη της εκπαιδευτικής κοινότητας, στην 1η για εφέτος επιμορφωτική του συνάντηση ,είχε τη δυνατότητα να ενημερωθεί για τη μέθοδο ?project?.

Σύμφωνα με την εισηγήτρια η Μέθοδος Project ή «Σχέδιο Εργασίας» ή «ερευνητική εργασία»  ως όρος παράγεται από το λατινικό ρήμα  Projicere = σχεδιάζω, σκοπεύω, βάζω κάτι στο μυαλό μου. Οι όροι: σχέδιο, έργο, πρόγραμμα, πρόθεση, σκοπός περιλαμβάνονται στον όρο Project.

Ο Walter  Gropius, ιδρυτής  του  Bauhaus τονίζει  πως η  κατευθυντήρια  αρχή  κάθε δομημένης δραστηριότητας  είναι ο σχεδιασμός  πως  ο σχεδιασμός  δεν  είναι  ούτε  μια  διανοητική, ούτε  μια  υλιστική  υπόθεση, αλλά  απλά  ένα  αναπόσπαστο  μέρος  του  υλικού  της  ζωής, αναγκαίο  για  τον  καθένα  σε  μια  πολιτισμένη  κοινωνία. Σύμφωνα με τον ορισμό του και στην εκπαίδευση,  εκτός από την αρχιτεκτονική προσιδιάζει ως μέθοδος το project. H Διερευνητική μάθηση,  η Ομαδοσυνεργατική διδασκαλία,  η διεπιστημονική συνεργασία (Dewey, Vygotsky) ως έννοιες της  Παιδαγωγικής  θεωρίας   του κινήματος της  Νέας Αγωγής (J. Dewey) αφορούν άμεσα το project.

 Πρώτος ο παιδαγωγός Richards χρησιμοποίησε τον όρο Project .Τη μέθοδο όμως εισηγήθηκε πρώτος το 1918 (ΗΠΑ) ο παιδαγωγός W. H. Kilpatrick μαθητής του J. Dewey.   H  μέθοδος project είναι «μία σχεδιασμένη δράση, η οποία γίνεται με όλη την καρδιά και λαμβάνει χώρα μέσα σε ένα κοινωνικό περιβάλλον». (Kilpatrick, 1935, σελ. 163). Στη  Γαλλία ο Cousinet , στην πρώην Σ. Ένωση ο Otto, στη Γερμανία ο Kerschensteiner, στην Ελλάδα οι Δελμούζος, Παπαμαύρος, Κουντουράς  εισήγαγαν για πρώτη φορά την ομαδοσυνεργατική διδασκαλία και τη μέθοδό της.

Σε αυτή συμμετέχουν όλοι οι μαθητές αποφασιστικά: στη διαμόρφωση του θέματος και στον προγραμματισμό των δράσεων,  στην υλοποίηση της  εργασίας,  στη σύνθεση και την παρουσίαση. Η έμπνευση και εμπειρία των εκπαιδευτικών,  η πρόκληση του ενδιαφέροντος των μαθητών, η  ελευθερία δράσης , η ανάπτυξη πρωτοβουλίας  στο σχεδιασμό, η ανάπτυξη συλλογικής ? ομαδικής προσπάθειας των μαθητών όπως και η Θεσμική υποστήριξη εκ μέρους φορέων, δημοσίων και ιδιωτικών αποτελούν τις προϋποθέσεις ενός επιτυχημένου σχεδίου εργασίας.

Το ολοκληρωμένο project  οφείλει ν α προωθεί την αναζήτηση ώστε η γνώση να είναι : βαθύτερη, πολύπλευρη, διεπιστημονική, ακριβέστερη, διαρκέστερη. Να διδάσκει το μαθητή «πώς να μαθαίνει καλύτερα», να ανταποκρίνεται στα ενδιαφέροντα  και  τις ικανότητες των παιδιών, να εκπαιδεύει τους μαθητές να διατυπώνουν σκέψεις με καθαρότητα και  σαφήνεια, με ποικίλους και πρωτότυπους τρόπους. Επίσης στοχεύει να  καλλιεργεί «κρυμμένες» δεξιότητες και να αναπτύσσει  πτυχές της προσωπικότητά των μαθητών, οι οποίες στο σύνηθες πρόγραμμα είναι συνήθως «εξόριστες»,  να ωθεί στην αυτονομία και την  αυτομόρφωση,  να ενισχύει την πρωτοβουλία και  την ευέλικτη αντίληψη, να αναπτύσσει την ενεργητικότητα και τη δημιουργική δράση των μαθητών/τριών, ούτως ώστε αυτοί να αποκτήσουν αυτοεκτίμηση, εμπιστοσύνη και κριτική ικανότητα.

Με τον τρόπο αυτό οι συμμετέχοντες μαθητές  συνηθίζουν στην  υπευθυνότητα σε ό,τι αναλαμβάνουν  στο πλαίσιο της ομάδας , στην εσωτερική πειθαρχία,  αποκτούν  θάρρος για έκφραση της γνώμης τους,  προσωπική αξιοπρέπεια και  αυτοκυριαρχία, αφού κατανέμουν τις διάφορες ενέργειες σε τακτά χρονικά διαστήματα και ανταλλάσσουν πληροφορίες ανάλογα με τις  ενέργειές τους , τις συνθήκες  και τα  αποτελέσματα.

Επειδή δουλεύουν σε ανοικτό πεδίο,  δεν προκαθορίζεται τίποτα λεπτομερειακά: Συζητούν ομαδικές ή ατομικές διαδικασίες και καταστάσεις που προκύπτουν. Θέτουν συγκεκριμένους στόχους και καθορίζουν τα πλαίσιά τους. Επινοούν δικές τους μεθόδους επίλυσης των προβλημάτων που ανακύπτουν. Επιδιώκουν να κάνουν πράξη τους στόχους τους. Ισορροπούν μεταξύ των ομαδικών και ατομικών ενδιαφερόντων τους.

Έτσι το έργο τους θεωρείται πείραμα σε παιδαγωγικές συνθήκες, γιατί , παράλληλα, διευθετούν πιθανές εντάσεις και συγκρούσεις, παραστέκονται στους άλλους  συμμαθητές τους, ασχολούνται με καταστάσεις που δεν έχουν σχέση πάντα με τις τωρινές περιστάσεις αλλά με καταστάσεις του παρελθόντος, αντιμετωπίζουν επίκαιρα προβλήματα, που τους ενδιαφέρουν.

Οι μαθητικές ομάδες  εργασίας στο project  μπορεί να είναι ευκίνητες-ευέλικτες: Μπορεί να είναι  ομάδες «αντικειμένου», πεδίου και στην πλειονότητά τους αποτελούνται από 3-6 άτομα (περισσότερο λειτουργικά 4). Κατά τη δημιουργία ομάδων,  ο ορισμός τους απαιτεί πλήρη γνώση των δυνατοτήτων των μαθητών και καταμερισμό ανάλογα με αυτές: Ο εκπαιδευτικός συντονίζει, επιλύει προβλήματα,  δεν είναι απλώς παθητικός θεατής, παρέχει πηγές ή δυνατότητες αναζήτησης πηγών, βοηθά στη διαμόρφωση ερευνητικών εργαλείων(π.χ. ερωτηματολογίου).

Με τον τρόπο αυτό μαθητές και εκπαιδευτικοί γίνονται συνεργάτες στο άνοιγμα του σχολείου στην ευρύτερη κοινωνία.

Μετά το πέρας της θεωρητικής εισήγησης εξετάστηκαν,  στην εφαρμογή και στα αποτελέσματά τους, τα ακόλουθα θέματα ως ενδεικτικά παραδείγματα :

1)Η θέση της γυναίκας στη Βυζαντινή κοινωνία μέσα από την τέχνη και τις σχετικές ιστορικές πηγές

 2)Πως ήταν η καθημερινή ζωή στην αρχαία Σπάρτη; Ποιες ήταν οι συνήθειες, οι θεσμοί, τα έθιμα στην καθημερινή ζωή των αρχαίων σπαρτιατών; Ποια ήταν η δομή και η οργάνωση του Σπαρτιατικού Κράτους;

 τα οποία και έδωσαν εναύσματα για δημιουργική συζήτηση μεταξύ των συμμετεχόντων.

Δείτε εδώ την παρουσίαση

 

«Σύντομος λόγος περί ενός ιστορικά αναγκαίου απολογισμού»

Αμαλία Κ. Ηλιάδη, φιλόλογος-ιστορικός, (Μεταπτυχιακό Δίπλωμα Βυζαντινής Ιστορίας απ΄ το Α.Π.Θ.), Δ/ντρια 3ου Γυμνασίου Τρικάλων

Αποφύγαμε  μια  συνολικά  άτακτη  χρεοκοπία ?προσωρινά, βέβαια.  Δημοσκοπικά, κυριαρχεί  το  αίτημα  των  μεγάλων  αλλαγών.  Δεν  υπάρχει, όμως, ούτε  μία  μεταρρυθμιστική  πρόταση  που  να  μην  προκαλεί  τσουνάμι  αντιδράσεων. Η  κοινωνία  επιθυμεί  να  αλλάξει, αλλά  αντιδρά  σε  κάθε  αλλαγή. Δεν  προσφέρει  καν  συμμάχους σ΄αυτή.

Υπάρχει, όμως,  μια  διάσταση  στην  κρίση  που  δεν  την  πολυσυζητάμε  και  δεν  τη  λαμβάνουμε  υπόψη  μας, αλλά είναι  πολύ  σημαντική: η  διάσταση  της  δικαιοσύνης.  Continue reading

«Εικαστικές Τέχνες και παιδιά ή Όσα μας λένε τα παιδιά? ζωγραφίζοντας»

Αμαλία Κ. Ηλιάδη, φιλόλογος-ιστορικός, (Μεταπτυχιακό Δίπλωμα Βυζαντινής Ιστορίας απ΄ το Α.Π.Θ.), Δ/ντρια 3ου Γυμνασίου Τρικάλων

Η  μορφή  της  ομορφιάς  και  το  σχήμα  της  ασχήμιας συμβάλουν  στην  παρουσίαση  ενός  θέματος  μέσα  από  διάφορες  οπτικές, καθώς και  στην  ανάπτυξη  ενδιαφέρουσας  διαλεκτικής. Ως ένα  ζωντανό  εργαστήρι  ιδεών,  δίνοντας  έναυσμα  για  νέους  προβληματισμούς  και  αναζητήσεις, αναδεικνύουν  την  υποκειμενικότητα  της  ομορφιάς  και  της  ασχήμιας, την  ιδιότυπη  σχέση  τους, τη  σύγκρισή  τους, την  αντιθετική  διαλεκτική  σχέση  της  απόλυτης  ομορφιάς?  Την  «παράξενη»  ισορροπία  όταν  συχνά  οι  δύο  αυτοί  πόλοι  μάχονται  μεταξύ  τους, και  ο  ένας  υπερισχύει  του  άλλου  ή  κατά  καιρούς  ταυτίζονται? Τη  συνεχή  διαφοροποίηση  των  εννοιών  του  ωραίου  και  του  άσχημου  μέσα  στην  εξέλιξη  της  ιστορίας  του  κόσμου! 

Όμως πώς  μία  φωτογραφία  περιγράφει  μια  διαφημιστική  ιστορία; Continue reading

«Τα ευεργετήματα της φύσης προς το σύγχρονο άνθρωπο, σύμφωνα με την επιστήμη της Οικοψυχολογίας»

Σύμφωνα με την επιστήμη της Οικοψυχολογίας ανφροντίσουμε τον πλανήτη θα μας φροντίσει κι εκείνος. Αυτή είναι η βασική αρχή της περιβαλλοντικής ψυχολογίας, μιας σχετικά νέας επιστήμης που βλέπει τον άνθρωπο και το περιβάλλον ως ενωμένη ολότητα. Είναι σημαντικό να φέρουμε τη φύση πιο κοντά μας, ακόμη και μέσα στο διαμέρισμά μας.

Υπάρχει μια σχέση αλληλεξάρτησης του ανθρώπου με τη φύση. Όταν ο άνθρωπος πονά, πονά και η φύση και το αντίστροφο. Ή τουλάχιστον έτσι θα έπρεπε να συμβαίνει. Από τότε όμως που αρχίσαμε να χτίζουμε πόλεις, μεγάλες και μικρότερες, να χρησιμοποιούμε αυτοκίνητα για τις βόλτες και τα ταξίδια μας, να ζούμε με άλλα λόγια «πολιτισμένα», συνέβη κάτι που άλλαξε ριζικά τη σχέση μας με τη φύση: μας απομάκρυνε από αυτή. Το αποτέλεσμα: Η φύση πονάει και το φωνάζει αλλά εμείς είμαστε πολύ αγχωμένοι και νευρικοί για να την ακούσουμε. Στο σημείο αυτό έρχεται να μας συνδράμει η Περιβαλλοντική Ψυχολογία. Continue reading

«Η μόνη ελπίδα»

Η  πολιτική και οικονομική σταθερότητα  αποτελεί  στην  παρούσα κρίσιμη χρονική συγκυρία, στην ταραγμένη περίοδο που ζούμε, το  κεντρικό  ζητούμενο  ενός συνετού πολίτη που ακριβοδίκαια ζυγίζει στην πλάστιγγα της καθημερινότητάς του δικαιώματα και υποχρεώσεις απέναντι στον εαυτό του και το κοινωνικό σύνολο, προσπαθώντας να   διασφαλίσει  την  ομαλότητα, την  κοινωνική  ειρήνη  και  την ασφαλή βιοτή του. Η  ανησυχία  είναι  έκδηλη  στο  κοινωνικό σώμα  για  το  τι  μπορεί  μελλοντικά  να  προκύψει,  αν δεν  επικρατήσουν  η  σύνεση  και  η  μετριοπάθεια  απέναντι στη βία, λεκτική και σωματική.

Η  απόφαση  για  αλλαγή  του  υφιστάμενου  Κώδικα  Ποινικής  Δικονομίας  με  τις  διατάξεις  περί  εγκληματικών, ρατσιστικών-φασιστικών οργανώσεων κινείται  προς  την  κατεύθυνση  της  αποπομπής  τρομοκρατικών και βίαιων πολιτικών μορφωμάτων  από  το  πολιτικό  σύστημα. Μήπως όμως ένα μεγάλο μέρος, αν όχι το μεγαλύτερο της ελληνικής κοινωνίας στην τρέχουσα περίσταση, θεωρεί το υφιστάμενο πολιτικό σύστημα περισσότερο εγκληματικό, ίσως και πιο τρομοκρατικό από αυτές; Που, ταυτιζόμενο απόλυτα με τη βία της εξουσίας στο θυμικό και βουλητικό των πολιτών, που αν και πιο βελούδινη από τη βία των δρόμων, αλλοιώνοντας ανθρώπινες συνειδήσεις, καταστρέφει ανθρώπινες ζωές;

«Οφείλουμε  να  κινηθούμε  γρήγορα  για  να  απομονώσουμε  τις  ομάδες  εκείνες  που  προτρέπουν  σε  βία, αλλά  και  όσους  τη  χρησιμοποιούν  για  να  επιβάλλουν  τις  απόψεις  τους»  λένε  χαρακτηριστικά  υψηλόβαθμα  κυβερνητικά  στελέχη. Το  πολιτικό κλίμα  ήδη  είναι  τεταμένο  και  κανείς  δεν  μπορεί  να  προβλέψει  τι  θα  γίνει  το   επόμενο  διάστημα.   Ήδη  πολώνεται  επικίνδυνα, ενώ  αρκετοί  κάνουν λόγο  για εμφυλιοπολεμικές  συνθήκες.

Αναμφισβήτητα,  όποιος πολιτισμένος άνθρωπος-πολίτης καταφεύγει στην ωμή λεκτική και σωματική βία για οποιονδήποτε λόγο, χάριν   πολιτικών ή θρησκευτικών ιδεολογιών, αθλητικών  ανωνύμων  εταιριών-χουλιγκανισμών, κατοχής κτημάτων  ή  ζώων, χρήζει, κατά τους ειδικούς,   ψυχιατρικής  παρακολούθησης.

Παράλληλα, μια μέτρια ικανότητα στην  πολιτική  ανάλυση οδηγεί, σχεδόν συνειρμικά, κάθε καλόπιστο, σκεπτόμενο πολίτη στην ακόλουθη υπόθεση:  Έστω  ότι η κυβέρνηση επιβάλλει  την  ποινική  καταστολή  με  τη συλλογική  ευθύνη (γνωστή  μέθοδος στους «παροικούντες την Ιερουσαλήμ» εκ  Νυρεμβέργης). Τι άραγε  προκύπτει ως υπόθεση εργασίας για το άμεσο μέλλον: Χωρίς ουσιαστικά, πρακτικά μαθήματα δημοκρατίας, δηλαδή χωρίς αναθεώρηση του Συντάγματος, χωρίς ουσιαστικό εκδημοκρατισμό του  πολιτεύματος  με  περισσότερες  εξουσίες  στο  εκλογικό σώμα,  χωρίς δίκαιη κατανομή των φόρων, χωρίς  δημιουργία  ανάπτυξης-πρωτογενούς πλεονάσματος, χωρίς  δουλειές  και  ελπίδα  στον  κόσμο, χωρίς ιατροφαρμακευτική περίθαλψη και βιώσιμο ασφαλιστικό σύστημα, χωρίς αυστηρό έλεγχο με όρους και προϋποθέσεις στη μετανάστευση, χωρίς όραμα και στρατηγική και με μεγάλη εγκληματικότητα  (βρισκόμαστε  στις  πρώτες  θέσεις  παγκοσμίως  στη  βαριά  εγκληματικότητα, σε  επίπεδο  Ν. Αφρικής  και  παλιού  Σικάγου),  δεν εξαφανίζεται  η  δυναμική  της βίας.

Η  πολιτική  και  η  οικονομική  κρίση  της  Ελλάδος    απασχολεί  και    εξοργίζει το λαό της.  Είναι  ντροπή  για  τους  Ευρωπαίους  να  μας  συμπεριφέρονται  σαν  να  είμαστε  σκουπίδια.  Είναι  ντροπή  να  χρησιμοποιείται  η  χώρα  μας  για  να  βγάζουν  οι  Ευρωπαίοι  τα  κόμπλεξ  τους.  Από  την  άλλη, δυστυχώς,   δεν  αντιλαμβανόμαστε, πολιτικοί και πολίτες,  ότι  βρισκόμαστε  σε  έναν  μοντέρνο  πόλεμο  κι  ότι  ο  εχθρός  είμαστε  εμείς  οι  ίδιοι  που  δεν  γνωρίζουμε  τις  αξίες  και  τα  προτερήματά  μας. Στις δύσκολες αυτές περιστάσεις δεν  χρειάζεται   πεσιμισμός . Η  μόνη  ελπίδα  είναι  ένα  καινούργιο  σύνταγμα  όπου  θα  ανταμείβονται  οι  αρετές, οι  αξίες  και  η  μόρφωση, που  ονομάζω  «καινούργιες  τεχνολογίες».  Είναι  ο  μόνος  τρόπος  για  να  σταματήσει  η  υλιστική  χιονοστιβάδα που μας  κάνει να  έχουμε  περισσότερη  αγωνία  για  την  επιβίωσή  μας  και  άρα περισσότερες  ανάγκες.  Η  έλλειψη  παιδείας  και  η  αποκοπή  από  την  Ιστορία  μας αποτελούν  τους  κορυφαίους  παράγοντες  της  εθνικής  υστερήσεως. Έχουμε  απολέσει  τη   σχέση  με  την  Ιστορία  που  είναι  η  μεγαλύτερη  αξία  της  ανθρωπότητας  και  όταν  χάνει  κανείς  αυτόν  τον  δεσμό, γίνεται  έρμαιο τυχάρπαστων από οπουδήποτε κι αν αυτοί προέρχονται.

Αμαλία Κ. Ηλιάδη, φιλόλογος-ιστορικός, (Μεταπτυχιακό Δίπλωμα Βυζαντινής Ιστορίας απ΄ το Α.Π.Θ.), Δ/ντρια 3ου Γυμνασίου Τρικάλων